Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

των εξοπλισμών

  • 1 вооружение

    вооружение с (действие', оружие) о εξοπλισμός· сокра щение \вооружениеи η μείωση των εξο πλισμών· контроль над \вооружениеем о έλεγχος των εξοπλισμών
    * * *
    с
    (действие; оружие) ο εξοπλισμός

    сокраще́ние вооруже́ний — η μείωση των εξοπλισμών

    контро́ль над вооруже́нием — ο έλεγχος των εξοπλισμών

    Русско-греческий словарь > вооружение

  • 2 гонка

    гонка ж 1) (спешка) η βιασύνη, η φούρια 2) мн.: \гонкаи οι αγώνες, οι κούρσες автомобильные \гонкаи οι αυτοκινητοδρομίες, το ράλι велосипедные \гонкаи η ποδηλατοδρομία парусные \гонкаи οι ιστιοπλοίες ◇ \гонка вооружений το κυνήγι των εξοπλισμών
    * * *
    ж
    1) ( спешка) η βιασύνη, η φούρια
    2) мн.

    го́нки — οι αγώνες, οι κούρσες

    автомоби́льные го́нки — οι αυτοκινητοδρομίες, το ράλι

    велосипе́дные го́нки — η ποδηλατοδρομία

    па́русные го́нки — οι ιστιοπλοίες

    ••

    го́нка вооруже́ний — το κυνήγι των εξοπλισμών

    Русско-греческий словарь > гонка

  • 3 обуздать

    обуздать, обуздывать χαλιναγωγώ· δαμάζω (тж. перен.)' \обуздать гонку вооружений χαλιναγωγώ το κυνυγητό (или την κούρσα) των εξοπλισμών
    * * *
    = обуздывать
    χαλιναγωγώ; δαμάζω (тж. перен.)

    обузда́ть го́нку вооруже́ний — χαλιναγωγώ το κυνυγητό ( или την κούρσα) των εξοπλισμών

    Русско-греческий словарь > обуздать

  • 4 вооружение

    вооружение
    с
    1. (действие) ὁ ἐξοπλισμός:
    \вооружение армии ὁ ἐξοπλισμός τοῦ στρα-τοῦ·
    2. (военное снаряжение) ὁ ὁπλισμός, ὁ ἐξοπλισμός, ἡ ἀρματωσιά, τά ὅπλα:
    \вооружение бойца (самолета) ὁ ὁπλισμός τοῦ στρατιώτη (τοῦ ἀεροσκάφους)· сокращение \вооружениеений ἡ μείωση (или ἡ ἐλάττωση) τῶν ἐξοπλισμών· гонка \вооружениеений τό κυνήγι τῶν ἐξοπλισμών.

    Русско-новогреческий словарь > вооружение

  • 5 сокращение

    ουδ.
    1. συντόμευση, βράχυνση, κόνταιμα• περικοπή, κόψιμο•

    сокращение пути συντόμευση του δρόμου.

    2. μείωση, ελάττωση, λ ι-γόστεμα• περιορισμός•

    -вооружений ελάττωση των εξοπλισμών.

    3. απόλυση από την εργασία ή υπηρεσία (λόγω περιορισμού της εργατικής δύναμης ή του προσωπικού).
    4. συστολή•

    сокращение мышц συστολή των μυών.

    5. (μαθ.) απλοποίηση•

    сокращение дроби απλοποίηση κλάσματος.

    6. περικοπή, κόψιμο•

    перевод статьи с -ями μετάφραση του άρθρου με περικοπές.

    7. σύντμηση λέξης.

    Большой русско-греческий словарь > сокращение

  • 6 гонка

    го́нк||а
    ж
    1. (спешка) ἡ βιασύνη, ἡ φούρια·
    2. \гонкаи тк. мн. спорт. οἱ ἀγῶ-νες, οἱ κούρσες:
    автомобильные \гонкаи οἱ αὐτοκινητοδρομίες· па́русные \гонкаи ἡ ἰστιοδρομία, οἱ ἰστιοπλοϊκοί ἀγώνες· велосипедные \гонкаи οἱ ποδηλατοδρομίες, οἱ ποδηλατικοί ἀγώνες· ◊ \гонка вооружений τό κυνήγι, τῶν ἐξοπλισμών.

    Русско-новогреческий словарь > гонка

  • 7 сокращение

    сокращени||е
    с
    1. (укорочение) τό κόν-τεμα, ἡ συντόμευση [-ις]:
    \сокращение рабочего дня ἡ ἐλάττωση τής ἐργάσιμης ἡμέρας·
    2. (уменьшение) ἡ ἐλάττωση [-ις], ἡ μείωση[-ις1, ἡ ὀλιγόστευση [-ις], ἡ περικοπή:
    \сокращение вооружений ἡ ἐλάττωση τών ἐξοπλισμών
    3. (увольнение) ἡ ἀπόλυση [-ις], ἡ ἐλάττωση τοῦ προσωπικοί
    4. физиол. ἡ συστολή/ ἡ σύσπαση [-ις]·
    5. мат ἡ ἀπλοποίηση·
    6. (аббревиатура) ἡ σύντμηση[-ις], ἡ συντόμευση [-ις].

    Русско-новогреческий словарь > сокращение

  • 8 вооружение

    ουδ.
    εξοπλισμός, -ση, αρμάτωμα•

    вооружение армии εξοπλισμός του στρατού•

    сокращение -ий περιορισμός των εξοπλισμών.

    || εφοδιασμός•

    техническое вооружение предприятия τεχνικός εξοπλισμός της επιχείρησης•

    парусное вооружение корабля εφοδιασμός του πλοίου με καραβόπανα.

    Большой русско-греческий словарь > вооружение

  • 9 гонка

    θ.
    1. κυνηγητό, κυνήγι, -ημα•

    гонка вооружений το κυνήγι των εξοπλισμών.

    || δρόμος, τρέξιμο.
    2. βία, βιασύνη, σπουδή• ταχύτητα, γρηγοράδα.
    3. (αθλτ.) αγώνας δρόμουι, δρόμος•

    велосипедные -и ποδηλατοδρομία•

    автомобильные -и αυτοκινητοδρομία•

    гребные -и κωπηλατοδρομία•

    парусные -и ιστιοδρομία.

    4. τιμωρία, κατσάδα, κατσάδιασμα.

    Большой русско-греческий словарь > гонка

  • 10 нераспространение

    нераспространение с: \нераспространение ядерного оружия η μη διάδοση των πυρηνικών εξοπλισμών
    * * *
    с

    нераспростране́ние я́дерного ору́жия — η μη διάδοση των πυρηνικών εξοπλισμών

    Русско-греческий словарь > нераспространение

  • 11 сокращение

    сокращение с 1) η συντόμευση 2) (уменьшение) η μείωση, η ελάττωση; \сокращение Ядерных вооружений η μείωση των πυρηνικών εξοπλισμών
    * * *
    с
    1) η συντόμευση
    2) ( уменьшение) η μείωση, η ελάττωση

    сокраще́ние я́дерных вооруже́ний — η μείωση των πυρηνικών εξοπλισμών

    Русско-греческий словарь > сокращение

См. также в других словарях:

  • αφοπλισμός — Στον όρο α. συμπεριλαμβάνονται τρεις, το λιγότερο, διαφορετικές έννοιες: η καταστροφή ή η μείωση των εξοπλισμών, που επιβάλλεται σε μία ηττημένη χώρα, ο α. καθορισμένων γεωγραφικών περιοχών που προβλέπεται από διμερείς συνθήκες· η μείωση ή ο… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… …   Dictionary of Greek

  • Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση — (συντομ. ΔΕΕ, διεθν.Western European Union). Διεθνής οργανισμός με έδρα τις Βρυξέλλες και με σκοπό την αμυντική συνεργασία αρχικά της δυτικής και στη συνέχεια ολόκληρης της Ευρώπης. Περιλαμβάνει 10 πλήρη μέλη (Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Γαλλία,… …   Dictionary of Greek

  • διεθνείς σχέσεις — Το σύνολο των σχέσεων που αποτελούν προϊόν της διεθνούς επικοινωνίας και των διεθνών συναλλαγών, καθώς επίσης και των διεθνών πολιτικοκοινωνικών συνεννοήσεων, επιρροών και συμμαχιών. Η τάση και η ανάγκη για διεθνή επικοινωνία και δ.σ. εμφανίστηκε …   Dictionary of Greek

  • ομοσπονδία — Με τον όρο ο. δηλώνονται σχέσεις ιδιωτικές και σχέσεις δημόσιες. Στον ιδιωτικό τομέα ο. είναι η ένωση σωματείων (εργατικών, αθλητικών) ή συνεταιρισμών που επιδιώκουν κοινούς σκοπούς, και η συνομοσπονδία είναι ένωση τέτοιων ο.· και η μια και η… …   Dictionary of Greek

  • Συμβούλιο Ασφαλείας — Ένα από τα κυριότερα όργανα του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών. Αποκλειστική του αρμοδιότητα είναι η λήψη των αναγκαίων μέτρων για τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας. Στο Σ. Α. αναγνωρίζεται ως η «πρωτεύουσα ευθύνη» για την εκτέλεση… …   Dictionary of Greek

  • ΝΑΤΟ — Εξελληνισμένος τύπος του αρκτικόλεξου ΝΑΤΟ (North Atlantic Treaty Organization), δηλαδή Οργάνωση Βορειοατλαντικού Συμφώνου. Σύμφωνο που συνήψαν στην Ουάσινγκτον (τον Απρίλιο του 1949) 12 χώρες της Ευρώπης και Πολιτείες της Βόρειας Αμερικής,… …   Dictionary of Greek

  • νάτο — Εξελληνισμένος τύπος του αρκτικόλεξου ΝΑΤΟ (North Atlantic Treaty Organization), δηλαδή Οργάνωση Βορειοατλαντικού Συμφώνου. Σύμφωνο που συνήψαν στην Ουάσινγκτον (τον Απρίλιο του 1949) 12 χώρες της Ευρώπης και Πολιτείες της Βόρειας Αμερικής,… …   Dictionary of Greek

  • Μπους, Τζορτζ — (George Bush, Μίλτον Μασαχουσέτης 1924 –). Αμερικανός πολιτικός, 41ος πρόεδρος των ΗΠΑ (1988 92). Γεννήθηκε στη Μασαχουσέτη, αλλά μεγάλωσε στο Γκρίνουιτς του Koνέτικατ κοντά στη Νέα Υόρκη. Ο πατέρας του μετά τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αναμείχθηκε… …   Dictionary of Greek

  • Κάρτερ, Τζίμι — (Jimmy Carter, Πλέινς, Γεωργία 1924 –). Αμερικανός πολιτικός, πρόεδρος των ΗΠΑ (1976 80). Σπούδασε στη ναυτική ακαδημία της Ανάπολις και ειδικεύτηκε στα πυρηνικά υποβρύχια. Σταδιοδρόμησε στο ναυτικό μέχρι το 1953, οπότε άρχισε να ασχολείται με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»